- συγκαθίδρυσαν
- συγκαθί̱δρῡσαν , σύν-καθιδρύωmake to sit downaor ind act 3rd plσυγκαθίδρῡσαν , σύν-καθιδρύωmake to sit downaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαθιδρύω — Α [καθιδρύω] 1. ιδρύω κάτι προς τιμή κάποιου 2. αφιερώνω κάτι σε κάποιον («ἀλλὰ καὶ τὸν Ἑρμῆν ταῑς Χάρισιν οἱ παλαιοὶ συγκαθίδρυσαν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek